Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωντόβολο το [zondóvolo] Ο41 : 1. (λαϊκότρ.) για μεγάλο οικιακό ζώο, από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του (βόδι, άλογο, γαϊδούρι): Άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλα σε ζωντόβολα. || γενικά για οποιοδήποτε ζώο. 2. ως μειωτικός και συνήθ. περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου· κουτός, άξεστος, ζώο.
[μσν. ζωντόβολον από τον πληθ. ζωντόβολα < ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + -βολα, ουδ. πληθ. του -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)]