Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζέβρα
1 item total
ζέβρα η [zévra] Ο25 αρσ. ζέβρος [zévros] Ο18 : τετράποδο θηλαστικό ζώο της Aφρικής, με χαρακτηριστικές μαύρες ή καφέ ρίγες σε όλο του το σώ μα, που συγγενεύει με το γάιδαρο: Θηλυκή ~. Aρσενική ~.

[λόγ. < γαλλ. zèbr(e) (ορθογρ. δαν.)· ζέβρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go