Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάχαρη
1 εγγραφή
ζάχαρη η [záxari] Ο32 λόγ. γεν. και ζαχάρεως : λευκή κρυσταλλική και γλυκιά ουσία, την οποία προσθέτουμε σε εδώδιμα παρασκευάσματα (γλυκά, ποτά κτλ.), για να γλυκάνουμε τη γεύση τους: Xοντρή / ψιλή ~. Ένας κύβος ~. Kαφές με λίγη ~. Πόση ~ θέλετε στο τσάι; H ~ παράγεται με βιομηχανικές μεθόδους από το ζαχαροκάλαμο και τα ζαχαρότευτλα. Εργοστάσιο / βιομηχανία ζαχάρεως. || Γλυκός σαν ~, πολύ γλυκός. ΦΡ περνάω ~, καλοπερνώ.

[ελνστ. ή μσν. *ζάχαρ(ις) μεταπλ. < ελνστ. σάκχαρις `ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο΄ (ανατολ. προέλ.), με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] και απλοπ. του συμφ. συμπλ. [kx > x] (πρβ. μσν. το ζάχαριν, το ζάχαρ, δες και στο ζάχαρο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες