Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευχαρίστως [efxarístos] επίρρ. τροπ. : για να δηλώσουμε ότι κάνουμε ή δεχόμαστε κτ. με ευχαρίστηση ή με προθυμία: Θα τον βοηθούσα πολύ ~, αν μπορούσα. Aν θέλει, ~ να τη φιλοξενήσω στο σπίτι μου. || ως τυποποιημένη ευγενική απάντηση σε παράκληση κάποιου: Mου δίνεις, σε παρακαλώ, το βιβλίο σου; - (Πολύ) ~. Nαι, ~. || ευχάριστα: Δέχτηκε ~ την πρότασή μου. Δεν πηγαίνει ~ στο σχολείο.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαρίστως `με ευγνωμοσύνη΄, αρχ. σημ.: `ευτυχώς΄ & σημδ. γαλλ. avec plaisir]