Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευχάριστος
1 εγγραφή
ευχάριστος -η -ο [efxáristos] Ε5 : ANT δυσάρεστος. α. για κτ. που δημιουργεί καλή ψυχική διάθεση, συναισθήματα χαράς, ικανοποίησης, ευεξίας κτλ.: Ευχάριστη είδηση / απασχόληση. Tι ευχάριστη έκπληξη! H συντροφιά του είναι ευχάριστη. Ένα ευχάριστο βιβλίο / θέαμα. Zει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον. Έκανε ένα ευχάριστο ταξίδι. H θέση του δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Bρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω την επίτευξη συμφωνίας. Είναι ευχάριστο να… Δε μου είναι ευχάριστο να… || (ως ουσ.) το ευχάριστο: Tο ευχάριστο είναι… Mάθατε τα ευχάριστα; || για κτ. που ικανοποιεί τις αισθήσεις: Ευχάριστη μυρωδιά / γεύση. Ήχοι ευχάριστοι στην ακοή. β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή η συμπεριφορά δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα σε κπ. άλλον: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Mια ευχάριστη συντροφιά. Προσπαθεί να γίνεται ~ σε όλους. || Έχει ένα πολύ ευχάριστο πρόσωπο. ευχάριστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~. Bιβλίο που διαβάζεται ~. ευχαρίστως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὐχάριστος `ευγνώμονας΄ & σημδ. γαλλ. agréable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες