Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερωτικός -ή -ό [erotikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον έρωτα: ~ δεσμός. Ερωτική αγάπη / σχέση / περιπέτεια / αποτυχία / διάθεση. Ερωτικό συναίσθημα / φιλί. Ερωτικό τρίγωνο. Ερωτικές διαχύσεις. (έκφρ.) ερωτική φωλιά*. || (ιδ. για τη συνουσία): ~ πόθος / αναστεναγμός / σπασμός. Ερωτική πράξη / επαφή / συμπεριφορά. α. που προκαλεί ερωτική διάθεση: Ερωτική ατμόσφαιρα / ματιά. Ερωτικό ελιξίριο. Είναι κάποιος ~, είναι ερωτιάρης. β. που εκφράζει, περιγράφει έρωτα: Ερωτική εξομολόγηση / ποίηση. Ερωτικό τραγούδι. ~ ποιητής. Ο ~ Kαβάφης. 2. (μτφ.) που έχει σχέση με την έντονη αγάπη, την επιθυμία για κτ., την αφοσίωση σε κτ.: Έχει συνδεθεί με την πόλη του με μία σχέση σχεδόν ερωτική. || Ερωτική πόλη.
ερωτικά ΕΠIΡΡ: Tην αγκάλιασε / τη φίλησε ~. Συνδέθηκαν ~. [λόγ. < αρχ. ἐρωτικός]