Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιχορηγώ [epixoriγó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω επιχορήγηση, οικονομική παροχή: Tο κράτος επιχορηγεί το Πανεπιστήμιο με ορισμένο ποσό ετησίως. Kοινωφελές ίδρυμα που επιχορηγείται από το κράτος. Θίασοι ελεύθεροι, κρατικοί ή επιχορηγούμενοι.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιχορηγῶ `εφοδιάζω επιπλέον΄]