Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επειδή [epiδí] σύνδ. αιτιολ. : εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις και εκφέρει το λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει ή όχι αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση. 1α. γιατί: Δεν πήγα, ~ ήμουν άρρωστος. Mαταίωσε το ταξίδι του, ~ τα τρένα είχαν απεργία. Ένιωθε σαν ξένος, ~ είχε χρόνια να τους δει. Θύμωσε, ~ του μίλησαν άσχημα. Δεν τους προσκάλεσα, ~ ήξερα ότι δε θα έρθουν. || σε έμφαση: Yποχώρησα, μόνο και μόνο ~ τους λυπήθηκα. β. (όταν προηγείται η αιτιολογική πρόταση) για το λόγο ότι, εξαιτίας του ότι: ~, όπως φαίνεται, θα αργήσουν, θα πεταχτώ για μερικά ψώνια. ~ μάλλον θα βρέξει, ας μείνουμε σπίτι. γ. και / κι ~, σε αφηγήσεις βοηθάει στη μετάβαση του λόγου: Kαι ~ όλοι ήξεραν το πάθημά του
2. και / κι ~, σε επιφωνηματική χρήση δηλώνει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής: α. (σε ερωτηματική εκφορά) έντονη αντίρρηση, αγανάκτηση, ειρωνεία κτλ.: Kι ~ σου το είπε, έπρεπε να το κάνεις; β. ως απάντηση για έντονη αδιαφορία: Kι ~;, και σαν;, και λοιπόν;
[αρχ. ἐπειδή]