Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανα
41 εγγραφές [1 - 10]
επανα- [epana] & επαν- [epan], πριν από φωνήεν : λόγιας προέλευσης πρόθημα σε ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι ύστερα από μια διακοπή αρχίζει και πάλι η λειτουργία της πρωτότυπης λέξης· (πρβ. ανα- 2, ξανα-): επανέκδοση, επανεκτυπώνω, επαναπροσδιορίζω, επανασυμπυκνώνω, επαναπρόσληψη.

[λόγ. < αρχ. ἐπαν(α)- < ἐπ(ί) + ἀνά ως α' συνθ.: αρχ. ἐπανα-λαμβάνω, ἐπανα-κάμπτω & μτφρδ.: επαν-έκδοση < γαλλ. réédition]

επαναβεβαιώνω [epanaveveóno] -ομαι Ρ1 : βεβαιώνω για μια ακόμη φορά: Mε επαναβεβαίωσε για τις καλές του προθέσεις.

[λόγ. επανα- βεβαιώνω]

επαναδιαπραγματεύομαι [epanaδiapraγmatévome] Ρ5.1β : διαπραγματεύομαι εκ νέου.

[λόγ. επανα- διαπραγματεύομαι]

επαναδιαπραγμάτευση η [epanaδiapraγmátefsi] Ο33 : εκ νέου διαπραγμάτευση: ~ της συμφωνίας.

[λόγ. επανα- διαπραγμάτευ(σις) -ση]

επαναδραστηριοποίηση η [epanaδrastiriopíisi] Ο33 : εκ νέου δραστηριοποίηση.

[λόγ. επανα- δραστηριοποίη(σις) -ση]

επαναδραστηριοποιώ [epanaδrastiriopió] -ούμαι Ρ10.9 : δραστηριοποιώ εκ νέου.

[λόγ. επανα- δραστηριοποιώ]

επανακάμπτω [epanakámpto] Ρ αόρ. επανέκαμψα, απαρέμφ. επανακάμψει : (λόγ.) επανέρχομαι, επιστρέφω: Ο πρωθυπουργός επανέκαμψε από το ταξίδι και προέβη σε ανασχηματισμό. Είχε αποσυρθεί από την πολιτική αλλά επανέκαμψε δριμύτερος.

[λόγ. < αρχ. ἐπανακάμπτω]

επανάκαμψη η [epanákampsi] Ο33 : (λόγ.) επάνοδος, επιστροφή.

[λόγ. < ελνστ. ἐπανάκαμψις (-σις > -ση)]

επανακρίνω [epanakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέκρινα, απαρέμφ. επανακρίνει, παθ. αόρ. επανακρίθηκα, απαρέμφ. επανακριθεί : κρίνω κπ. ή κτ. για δεύτερη φορά: Επανακρίθηκε η αίτησή του και εγκρίθηκε.

[λόγ. επανα- κρίνω]

επανάκτηση η [epanáktisi] Ο33 : η ενέργεια του επανακτώ· ανάκτηση: ~ των χαμένων εδαφών.

[λόγ. επανακτη- (επανακτώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες