Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαληθεύω [epaliθévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπιστώνω ή αποδεικνύω ότι κτ. αληθεύει, ότι είναι αληθινό ή σωστό: Επαληθεύεται μια είδηση / μια υπόθεση. Επαληθεύονται οι φόβοι / οι υποψίες κάποιου. Tα γεγονότα επαλήθευσαν τις προβλέψεις του. Επαληθεύεται ένα όνειρο, βγαίνει αληθινό.
[λόγ. < αρχ. ἐπαληθεύω `βεβαιώνω την ορθότητα΄ & σημδ. γαλλ. vérifier, se vérifier]