Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίπεδο το [epípeδo] Ο40 : 1α.(μαθημ.) κάθε επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία, αν ενωθούν ανά δύο, σχηματίζουν ευθείες γραμμές που βρίσκονται εξ ολοκλήρου επάνω στην επιφάνεια· επίπεδη επιφάνεια: Παράλληλα / κάθετα επίπεδα. || (φυσ.) κεκλιμένο* ~. (ανατ.) επίπεδα του σώματος. β. το ύψος στο οποίο βρίσκεται κτ. ιδίως σε σύγκριση με κτ. άλλο: Λόγω της μεγάλης κατωφέρειας του οικοπέδου τα πίσω δωμάτια βρίσκονται σε ψηλότερο ~. Nοητό ~. Ρύπανση σε υψηλά επίπεδα. Θερμοκρασία σε υψηλά για την εποχή επίπεδα. || (ιδ. για επίπεδη επιφάνεια) στάθμη: Tο ~ του νερού μιας λίμνης / ενός ποταμού. 2α. το σημείο στο οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ. από άποψη ποιοτική, ποσοτική κτλ. στα πλαίσια ευρύτερης κλίμακας: Tο ~ μόρφωσης ή το μορφωτικό ~ κάποιου. Tο ~ διαβίωσης / πολιτισμού ή το βιοτικό / πολιτισμικό ~. Πτώση / βελτίωση / άνοδος του επιπέδου. Yψηλό / ικανοποιητικό / χαμηλό ~. Είναι κάποιος / κτ. (υψηλού) επιπέδου, ανώτερος, μορφωμένος, καταρτισμένος κτλ. περισσότερο από άλλους. Mαθητές ίδιου / διαφορετικού επιπέδου. Δε θα κατεβώ στο επίπεδό του, δε θα δεχτώ να τον ακολουθήσω σε μικρότητες. || (ιδ. στις διεθνείς σχέσεις): Συνδιάσκεψη σε ~ αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων / υπουργών εξωτερικών. Διαβουλεύσεις σε ~ πρεσβευτών. Aντιπροσωπεία υψηλού / ανώτατου επιπέδου. || (βιολ.) Tροφικό ~. || (στατ.) ~ εμπιστοσύνης / σημαντικότητας. || (γλωσσ.) ~ λόγου, που καθορίζεται από τα υφολογικά του χαρακτηριστικά και εξαρτάται από τη μόρφωση, την κοινωνική θέση ή τις σχέσεις αυτών που τον χρησιμοποιούν καθώς και από την περίσταση επικοινωνίας: Οικείο / λαϊκότροπο / χυδαίο ~ λόγου. ~ γλώσσας, οι διαφορετικές εκφορές της ανάλογα με τον ομιλητή, με τις συνθήκες. ~ ύφους*. β. (σπάν.) τομέας της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: Θεωρητικό / πρακτικό ~. H ανάλυση γίνεται σε δύο επίπεδα. Tα τρία επίπεδα της καλλιτεχνικής λειτουργίας: καλλιτεχνική δημιουργία, κριτική, κοινό.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἐπίπεδον· 1β, 2: σημδ. γαλλ. niveau & αγγλ. level]
- επιπεδογραφία η [epipeδογrafía] Ο25 : χαρτογραφική αναπαράσταση, μερική ή ολική, της σφαιρικής επιφάνειας της γης επάνω σε επίπεδο.
[λόγ. επιπεδογράφ(ος) -ία]
- επιπεδογραφικός -ή -ό [epipeδογrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην επιπεδογραφία.
[λόγ. επιπεδογραφ(ία) -ικός]
- επιπεδογράφος ο [epipeδoγráfos] Ο18 : ονομασία ειδικών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην επιπεδογραφία.
[λόγ. επίπεδ(ον) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. planigraphe]
- επιπεδόκοιλος -η -ο [epipeδókilos] Ε5 : (φυσ.) ~ φακός, που η μία του επιφάνεια είναι επίπεδη και η άλλη κοίλη.
[λόγ. επίπεδ(ος) -ο- + κοίλος μτφρδ. αγγλ.(;) plano-concave]
- επιπεδόκυρτος -η -ο [epipeδókirtos] Ε5 : (φυσ.) ~ φακός, που η μία του επιφάνεια είναι επίπεδη και η άλλη κυρτή.
[λόγ. επίπεδ(ος) -ο- + κυρτ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ.(;) plano-convex]
- επιπεδομετρία η [epipeδometría] Ο25 : 1.τμήμα της γεωμετρίας που ασχολείται με τα επίπεδα σχήματα. 2. τμήμα της τοπογραφίας που ασχολείται με επίπεδες αναπαραστάσεις.
[λόγ. επίπεδ(ον) -ο- + -μετρία μτφρδ. γαλλ. planimétrie < λατ. planus `επίπεδος΄ + -métrie = -μετρία]
- επιπεδομετρικός -ή -ό [epipeδometrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην επιπεδομετρία: Επιπεδομετρικό διάγραμμα.
[λόγ. επιπερομετρ(ία) -ικός]
- επίπεδος -η -ο [epípeδos] Ε5 : 1.(μαθημ.) που αναφέρεται στο επίπεδο, που έχει τις ιδιότητες του επιπέδου: Επίπεδη επιφάνεια, το επίπεδο. Επίπεδο σχήμα, που βρίσκεται, που χαράσσεται επάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Επίπεδη γωνία. ANT στερεά. Επίπεδη γεωμετρία, επιπεδομετρία. || Επίπεδη τέχνη. || (φυσ.) Επίπεδο κάτοπτρο. 2. που είναι ομαλός, που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, και είναι σχετικά οριζόντιος: Επίπεδη έκταση. Ένα οικόπεδο όχι εντελώς επίπεδο. 3. (μτφ.) που δε χαρακτηρίζεται από εκφραστική ποικιλία, που είναι μονότονος, χωρίς διακυμάνσεις: ~ λόγος. Επίπεδο μυθιστόρημα. 4. (ως ουσ.) το επίπεδο*.
επίπεδα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3. [λόγ. < αρχ. ἐπίπεδος]