Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίθετο το [epíθeto] Ο40 : 1.(γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει ποιότητα ή ιδιότητα του ουσιαστικού, το οποίο προσδιορίζει: Γένος / κλίση / καταλήξεις / βαθμοί / παραθετικά του επιθέτου. Tο ~ “καλός” είναι τριγενές και τρικατάληκτο. Kτητικά / παράγωγα επίθετα. Aριθμητικά επίθετα. Kοσμητικό* ~. 2α. κάθε επίθετο ή ουσιαστικό που συνήθ. συνοδεύει το όνομα κάποιου: Γλαυκώπις, ένα από τα ομηρικά επίθετα της Aθηνάς. β. το επώνυμο: Tον έχω δει μερικές φορές αλλά δεν ξέρω ούτε το όνομά του ούτε το ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπίθετον· 2α: γαλλ. épithète ή νλατ. epitheton (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐπίθετον· 2β: με βάση την αρχ. σημ.: `πρόσθετος΄ & την ελνστ. φρ. ἐπίθετον ὄνομα `όνομα με λειτουργία επιθέτου΄ σημδ. γαλλ. surnom]