Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επάγγελμα το [epángelma] Ο49 : κάθε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα για βιοπορισμό: Tο ~ του ράφτη / του κουρέα / του ηλεκτρολόγου / του μηχανικού. Προσοδοφόρο ~. Επιλογή / άσκηση / αλλαγή του επαγγέλματος. Γέρασε κάποιος στο ~, το άσκησε σε όλη του τη ζωή. Tα καλά / τα τυχερά του επαγγέλματος, οι τυχόν συνέπειές του. Άνθρωπος χωρίς ~, ανεπάγγελτος. Ελεύθερο* / ελευθέριο* ~. Δεν του αρέσει να είναι υπάλληλος· προτιμά το ελεύθερο ~. Kλειστό ~, που η απόκτηση άδειας για την άσκησή του υπόκειται σε αυστηρούς εθιμικούς ή νομικούς περιορισμούς. || οι πρακτικές ή θεωρητικές γνώσεις που προϋποθέτει η άσκηση ενός επαγγέλματος· τέχνη: Mαθαίνω ένα ~. (έκφρ.) είμαι κτ. κατ΄ ~, είμαι επαγγελματίας
είναι κάποιος του επαγγέλματος: α. το ασκεί επί πολλά χρόνια και έχει αποκτήσει σχετική πείρα. β. ασκεί το ίδιο επάγγελμα με τους υπολοίπους (σε μια παρέα, συντροφιά κτλ.). εξ επαγγέλματος: α. επαγγελματικά: Kάνω κτ. εξ επαγγέλματος. Είμαι κτ. εξ επαγγέλματος, είμαι επαγγελματίας: Είναι πολιτικός εξ επαγγέλματος. β. (ειρ.): Ψεύτης εξ επαγγέλματος. το αρχαιότερο* ~ (του κόσμου).
[λόγ. < ελνστ. ἐπάγγελμα, αρχ. σημ.: `υπόσχεση΄ & σημδ. γαλλ. profession]
- επαγγελματίας ο [epangelmatías] Ο3 θηλ. επαγγελματίας [epangelma tías] : 1.ANT ερασιτέχνης. α. (ως επίθ.) που έχει μια ορισμένη εργασία ως επάγγελμα: Ένας ~ ψαράς / ποδοσφαιριστής / πολιτικός. β. αυτός που κάνει κτ. με τέχνη ή επιτυχία: Είναι ~ στη δουλειά του. Πρόκειται για δουλειά επαγγελματία. || (επέκτ.): Οι επαγγελματίες των πολιτικών παθών / του πολέμου, που τα προκαλούν και ωφελούνται από αυτά. γ. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που ασκεί ένα επάγγελμα (που συχνά χαρακτηρίζεται ως λειτούργημα) μόνο για τις υλικές απολαβές του: Aυτός δεν είναι γιατρός, είναι στυγνός ~. 2. αυτός που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα· ελεύθερος επαγγελματίας: Σωματείο / ομοσπονδία επαγγελματιών. Aπεργούν οι επαγγελματίες.
[λόγ. επαγγελματ- (επάγγελμα) -ίας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επαγγελματικός -ή -ό [epangelmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στο επάγγελμα. α. που αναφέρεται στην επιλογή ή στην προετοιμασία για την άσκηση ενός επαγγέλματος: ~ προσανατολισμός*. Επαγγελματική εκπαίδευση / σχολή / αποκατάσταση. β. που αφορά την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος: Επαγγελματική συνείδηση / γλώσσα / ψυχολογία. Επαγγελματικό απόρρητο / μυστικό / ραντεβού. Επαγγελματική δεοντολογία. Επαγγελματικές δραστηριότητες / σχέσεις. Επαγγελματικές υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα επαγγελματικά, οι επαγγελματικές υποθέσεις: Δε σε αφορούν τα επαγγελματικά μας. Επαγγελματική στέγη, ο χώρος όπου ασκείται ένα ελεύθερο επάγγελμα. γ. που αφορά την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ως (κύριο) επάγγελμα. ANT ερασιτεχνικός: ~ αθλητισμός. Επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Επαγγελματικό δίπλωμα για οδήγηση αυτοκινήτου. || Επαγγελματικό ψυγείο / πλυντήριο. δ. που αναφέρεται στις συνέπειες από την άσκηση ενός επαγγέλματος: Επαγγελματικοί κίνδυνοι. Επαγγελματικές ασθένειες. ε. που αναφέρεται σε ένα σύνολο επαγγελματιών: Επαγγελματικό σωματείο.
επαγγελματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επαγγελματ(ίας) -ικός]
- επαγγελματισμός ο [epangelmatizmós] Ο17 : η ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, όταν αυτή ασκείται ως επάγγελμα. ANT ερασιτεχνισμός: Ο ~ βελτιώνει τα σκορ, αλλοιώνει όμως τη φύση του αθλητισμού.
[λόγ. επαγγελματ(ίας) -ισμός]