Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εξαίρετος -η -ο [ekséretos] Ε5 : 1.εξαιρετικός. α. πολύ καλός: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / μαθητής. β. (σπάν.) πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος. 2. (νομ., ως ουσ.) το εξαίρετο, περιουσιακό στοιχείο, συνήθ. κινητό, που δίνεται σε κληρονόμο χωριστά από την κανονική κληρονομική μερίδα.
εξαίρετα ΕΠIΡΡ πάρα πολύ καλά: Hθοποιός που αποδίδει ~ το ρόλο του. [λόγ. < αρχ. ἐξαίρετος]