Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμποροπλοίαρχος ο [emboroplíarxos] Ο19 : εμποροκαπετάνιος. α. πλοίαρχος (και υποπλοίαρχος ή ανθυποπλοίαρχος) του εμπορικού ναυτικού: Σχολή εμποροπλοιάρχων. β. (παρωχ.) κυβερνήτης ιδιόκτητου πλοίου ο οποίος ασκεί το εμπόριο για λογαριασμό του: H συμβολή των εμποροπλοιάρχων της Ύδρας στην επανάσταση του 1821.
[λόγ. εμπορο- + πλοίαρχος]