Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκπνέω [ekpnéo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ αόρ. εξέπνευσα, απαρέμφ. εκπνεύσει, σπάν. παθ. αόρ. εκπνεύστηκα, απαρέμφ. εκπνευστεί : 1.(φυσιολ.) αποβάλλω, βγάζω έξω από τα αναπνευστικά μου όργανα (τους πνεύμονες) αέρα ή αέριο που έχω εισπνεύσει· (πρβ. αναπνέω). ANT εισπνέω: Εισπνέουμε οξυγόνο και εκπνέουμε διοξείδιο του άνθρακα. || Ο εκπνεόμενος αέρας. 2. (για πρόσ.) συνήθ. σε συντελεσμένο χρόνο, ξεψυχώ, πεθαίνω, αφήνω την τελευταία πνοή: Ο τραυματίας εξέπνευσε τις πρώτες πρωινές ώρες. 3. (για καθορισμένο χρονικό διάστημα) τελειώνω, λήγω: Πότε εκπνέει η προθεσμία / η διορία; Δύο μέρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία ζήτησαν παράταση.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐκπνέω· 3: σημδ. γαλλ. expirer]