Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατό
43 εγγραφές [1 - 10]
εκατό [ekató] & (μόνο για τα αριθμητικά με δύο ή περισσότερες λέξεις από το 101-199) εκατόν [ekatón] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από εκατό (100) μονάδες: ~ χρόνια / δραχμές / μέτρα / γράμματα. Εκατόν δέκα / εκατόν ένα / εκατόν μία. ΦΡ λίρα* ~. || (αντί του τακτικού εκατοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην εκατοστή σελίδα. β. ως στρογγυλός αριθμός για να δηλωθεί, με υπερβολή, μεγάλος αριθμός, συνήθ. σε λόγο που εκφράζει κάποια αγανάκτηση, δυσφορία κτλ.: Σ΄ το είπα ~ φορές, πάρα πολλές. Περίμενα ~ ώρες, αλλά κανείς δε φάνηκε. 2. (ως ουσ.) το εκατό: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Mετατρέπουμε το δεκαδικό αριθμό σε ακέραιο πολλαπλασιάζοντάς τον με το δέκα ή με το ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εκατό: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εκατό. γ. για δήλωση ποσοστού ή τόκου: Πέντε τα ~ / πέντε στα ~ / πέντε τοις ~ (συνηθέστερη η αριθμητική γραφή 5%). || (έκφρ.) ~ τα ~ / ~ τοις ~, για δήλωση απόλυτης βεβαιότητας: Είναι ~ τα ~ βέβαιο ότι έτσι έγινε, απόλυτα. Δεν έχω ακόμα πειστεί ~ τοις ~, απόλυτα, εντελώς. Θα βρίσκομαι εκεί ~ τοις ~, οπωσδήποτε. χίλια τοις / τα ~, για έκφραση βεβαιότητας, σιγουριάς. δ. η αστυνομική υπηρεσία άμεσης επέμβασης, επειδή έχει αριθμό τηλεφωνικής κλίσης το 100: Ειδοποίησαν / φώναξαν το ~. ε. (παρωχ.) για τουαλέτα δημόσιας χρήσης, επειδή στην πόρτα της αναγράφονταν συνήθ. δύο ή τρία μηδενικά. στ. σε χρονολογία: Tο ~ π.X. / μ.X. ζ. στα ~ / τα ~, για ηλικία εκατό (περίπου) χρόνων: Είναι / μπήκε στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. εκατό < αρχ. ἑκατόν (2γ: λόγ. μτφρδ. γαλλ. pour cent & αγγλ. per cent)· αρχ. ἑκατόν]

εκατο- [ekato] & εκατό- [ekató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το αριθμητικό εκατό ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. εκατοντα-)· δηλώνει ότι υπάρχουν εκατό από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εκατόλιτρο, εκατόφυλλο. || εκατόχρονος, κυρίως ως ευχή. || για να προσδώσει σε ένα αντικείμενο, ρούχο κτλ. το χαρακτηριστικό της - κυρίως μη επιθυμητής- παλαιότητας: ~χρονίτικος.

[αρχ. ἑκατο- θ. του αριθμτ. ἑκατό(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἑκατο-κέφαλος, ἑκατόγ-χειρος]

εκατόλιτρο το [ekatólitro] Ο41 : μονάδα όγκου και χωρητικότητας ίση με εκατό λίτρα.

[λόγ. < γαλλ. hectolitre < hecto- < αρχ. ἑκατό(ν) (σφαλερά) + litre = λίτρο]

εκατόλογα τα [ekatóloγa] Ο41 : είδος δημώδους πολύστιχου, ερωτικού τραγουδιού, του οποίου οι επί μέρους νοηματικές ενότητες αρχίζουν με την εκφώνηση, κατά σειρά, των αριθμών 1 ως 10 και των δεκάδων 20 ως 100.

[εκατο- + λόγ(ος) -α, πληθ. του -ο]

εκατόμβη η [ekatómvi] Ο30 : 1. στην αρχαιότητα, θυσία εκατό βοδιών ή και, γενικότερα, κάθε μεγαλοπρεπής και πλούσια θυσία στους θεούς. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) για μεγάλο αριθμό ανθρώπινων θυμάτων πολέμου ή άλλης καταστροφής: Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν εκατόμβες θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού.

[λόγ.: 1: αρχ. ἑκατόμβη `μεγάλη δημόσια θυσία΄ (αρχικά εκατό βοδιών)· 2: σημδ. γαλλ. hécatombe (στη νέα σημ.) < λατ. hecatombe < αρχ. ἑκατόμβη]

εκατομμύριο [ekatomírio] Ε (βλ. Ο42) αριθμτ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) μονάδες: Δύο εκατομμύρια δραχμές. Εκατομμύρια έτη φωτός. β. (συνήθ. πληθ.) για μεγάλο, άπειρο πλήθος, αριθμό: Εκατομμύρια άνθρωποι σ΄ όλο τον κόσμο. Σ΄ το έχω πει ένα ~ φορές / εκατομμύρια φορές, πάρα πολλές, αμέτρητες, άπειρες. || αντί του τακτικού εκατομμυριοστός. 2. (ως ουσ.) το εκατομμύριο, ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο εκατομμύρια και ένα ~ κάνουν τρία εκατομμύρια. Ο πληθυσμός της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια. Tο λότο μοιράζει εκατομμύρια. Ούτε ένα στο ~ δεν υπάρχει πιθανότητα να κάνω λάθος στους υπολογισμούς μου.

[λόγ. εκατόν + μύριον ουδ. εν. του αρχ. αριθμτ. μύριοι `δέκα χιλιάδες΄ κατά την ελνστ. φρ. μυριάς δευτέρα `10.000 στο τετράγωνο΄ (ορθογρ. αφομ. νμ > μμ)]

εκατομμυριοστός -ή -ό [ekatomiriostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ένα εκατομμύριο: Ο ~ επισκέπτης. (έκφρ.) για εκατομμυριοστή φο ρά, πάρα πολλές φορές: Σ΄ το λέω για εκατομμυριοστή φορά. 2. (ως ουσ.) το εκατομμυριοστό, το ένα από τα ένα εκατομμύριο ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εκατομμυριοστό του μέτρου. || το μικρότερο από άλλο κατά ένα εκατομμύριο φορές ή το απείρως μικρότερο.

[λόγ. εκατομμύρι(ον) -οστός]

εκατομμυριούχος ο [ekatomiriúxos] Ο18 θηλ. εκατομμυριούχος [ekato miriúxos] Ο35 & εκατομμυριούχα [ekatomiriúxa] Ο25α : άνθρωπος πάρα πολύ πλούσιος: Προσφορές για διακοπές που απευθύνονται μόνο σε εκατομμυριούχους.

[λόγ. εκατομμύρι(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· εκατομμυριούχ(ος) -α]

εκατοντα- [ekatonda] & εκατοντά- [ekatondá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & εκατοντ- [ekatond] ή εκατόντ- [ekatónd], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· (πρβ. εκατο-)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. έχει εκατό από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εκατοντάβαθμος, εκατοντάφυλλος· εκατοντάδραχμο, εκατοντάφυλλο· εκατονταρχία· εκατόνταρχος. 2. διαρκεί επί εκατό συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, ~ετία. 3. γίνεται ή επαναλαμβάνεται εκατό φορές: ~πλάσιος· ~πλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἑκατοντ(α)- θ. του αριθμτ. ἑκατόν (αναλ. προς το τριάκοντα) ως α' συνθ.: αρχ. ἑκατοντα-έτης `που είναι εκατό χρονών΄, ἑκατοντ-άρχης, ελνστ. ἑκατοντα-πλάσιος]

εκατοντάβαθμος -η -ο [ekatondávaθmos] Ε5 : που τον έχουν υποδιαιρέσει σε εκατό βαθμούς ή σε εκατό βαθμίδες: Εκατοντάβαθμη κλίμακα.

[λόγ. εκατοντα- + βαθμ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. (échelle) centigrade]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες