Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εισφορά η [isforá] Ο24 : α. ό,τι εισφέρει, δίνει κάποιος για έναν κοινό σκοπό, μια κοινή προσπάθεια: H ~ του στους εθνικούς αγώνες υπήρξε πολύτιμη· (πρβ. συνεισφορά, προσφορά). ~ σε είδος / σε χρήμα / σε εργασία. β. (ειδικότ.) για χρηματικό ποσό που οφείλει να το καταβάλει κάποιος σε κοινό ταμείο, σε έρανο κτλ.: Aσφαλιστική ~. Εργοδοτική / εργατική ~. Έκτακτη ~, έκτακτη φορολογική επιβάρυνση.
[λόγ. < αρχ. εἰσφορά `φόρος περιουσίας για πολεμικούς σκοπούς΄]