Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ειρωνεύομαι
1 item total
ειρωνεύομαι [ironévome] Ρ5.1β : κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω κπ., (ή τα λεγόμενα, τις αδυναμίες κτλ. κάποιου) λέγοντας κτ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέφτομαι ή αισθάνομαι, ή προσποιούμενος άγνοια: Mιλάς σοβαρά ή με ειρωνεύεσαι; Tόλμησε στ΄ αλήθεια να αμφισβητήσει το τάλαντό σας; απόρησε, ειρωνευόμενος τη ματαιοδοξία του.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνεύομαι `προσποιούμαι άγνοια΄, ελνστ. σημ.: `σαρκάζω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go