Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειλημμένος
1 εγγραφή
ειλημμένος -η -ο [iliménos] Ε3 : συνήθ. στη λόγια έκφραση ειλημμένη απόφαση, την οποία έχουν ήδη πάρει και γι΄ αυτό δεν είναι δυνατό να επανεξεταστεί ή να αλλάξει: Δεν έχει νόημα να συζητάμε για ειλημμένες ήδη αποφάσεις.

[λόγ. < ελνστ. εἰλημμένος `που έχει γίνει δεκτός (στα μυστήρια)΄ μππ. του αρχ. ρ. λαμβάνω, σημδ. γαλλ. pris]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες