Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ειλημμένος -η -ο [iliménos] Ε3 : συνήθ. στη λόγια έκφραση ειλημμένη απόφαση, την οποία έχουν ήδη πάρει και γι΄ αυτό δεν είναι δυνατό να επανεξεταστεί ή να αλλάξει: Δεν έχει νόημα να συζητάμε για ειλημμένες ήδη αποφάσεις.
[λόγ. < ελνστ. εἰλημμένος `που έχει γίνει δεκτός (στα μυστήρια)΄ μππ. του αρχ. ρ. λαμβάνω, σημδ. γαλλ. pris]