Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~. Tο ~ και το γίγνεσθαι. II1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου: Aναταράχτηκε όλο μου το ~. 2. για πρόσωπο που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει κάποιος στη ζωή του: Εσύ είσαι το ~ μου, η ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. εrναι (απαρέμφ. του ρ. εἰμί) σημδ. γερμ. Sein]