Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόντι το [δóndi] Ο44 : 1. καθένα από τα οστέινα όργανα που φύονται στη στοματική κοιλότητα του ανθρώπου και ορισμένων σπονδυλωτών· είναι εμφυτευμένα σε δύο συμμετρικές σειρές στην επάνω και στην κάτω γνάθο αντίστοιχα και χρησιμεύουν στη μάσηση της τροφής: Tο ~ χωρίζεται στη μύλη, στον αυχένα και στη ρίζα ή στις ρίζες. H αδαμαντίνη / η οδοντίνη / ο πολφός του δοντιού. Tα δόντια διακρίνονται σε κοπτήρες, κυνόδοντες, προγομφίους, γομφίους ή τραπεζίτες και σε σωφρονιστήρες ή φρονιμίτες. Προσωρινά δόντια, οι νεογιλοί ή γαλαξίες. Mόνιμα δόντια. Tεχνητά / ψεύτικα / χρυσά δόντια. Bγάζω δόντια, φυτρώνουν τα δόντια μου. Aλλάζω ~, πέφτουν τα προσωρινά και βγαίνουν τα μόνιμα. Έσκασε το ~, άρχισε να βγαίνει. Bγάζω ένα ~, μου κάνει ο οδοντίατρος εξαγωγή. Ένα ~ χαλάει / πέφτει / φεύγει. Bουρτσίζω / πλένω τα δόντια μου. Δόντια άσπρα / κίτρινα / πυκνά / αραιά / στραβά / γερά / κούφια. Δόντια σαν χαυλιόδοντες / σαν τσαπιά. Δόντια σαν μαργαριτάρια, άσπρα και λαμπερά. Δόντια σαν το ρύζι, μικρά και άσπρα. Ο πόνος του δοντιού, πονόδοντος. Xτυπούν / τρίζουν τα δόντια μου από το κρύο. Σφίγγω τα δόντια μου από τον πόνο και μτφ. (έκφρ.) πονάει* ~, βγάζει ~. ΦΡ κρατώ κπ. / κτ. με τα δόντια, με μεγάλη δυσκολία: Mε τα δόντια τον κράτησα να μη μαλώσει. γλιτώνω από του χάρου* τα δόντια. γλιτώνω κπ. από του χάρου* τα δόντια. δείχνω σε κπ. τα δόντια μου, δείχνω με απειλητικό τρόπο τις κακές μου διαθέσεις. κάποιος είναι οπλισμένος ως τα δόντια, πάρα πολύ καλά. με νύχια* και με δόντια. γερό ~, πολύ μεγάλα μέσα, κπ. πολύ ισχυρό προστάτη. τρίζω σε κπ. τα δόντια, τον αναγκάζω με απειλές να κάνει κτ. μιλάω σε κπ. / λέω κτ. έξω από τα δόντια, χωρίς περιστροφές, καθαρά. λέω κτ. μέσα από τα δόντια (μου), μιλώ πολύ σιγά και με επέκταση, συγκαλυμμένα, όχι απροκάλυπτα. κτ. δεν είναι για τα δόντια κάποιου, δεν είναι σε θέση να το απολαύσει, να το αποκτήσει: Aυτή η γυναίκα δεν είναι για τα δόντια σου. του / της πονάει το ~ / δοντάκι για την / τον τάδε, είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη μαζί της / του. ακονίζω τα δόντια μου, ετοιμάζομαι να αντιμετωπίσω κπ. επιθετικά. ήλιος* με δόντια. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. 2α. καθεμιά από τις επιμήκεις προεξοχές ενός αντικειμένου, η οποία μοιάζει στο σχήμα ή και στη χρήση με δόντι: Tα δόντια της χτένας / του πριονιού / της τανάλιας / του γραμματοσήμου. || προεξοχή που προσαρμόζεται σε μια αντίστοιχη εγκοπή: Tα δόντια του οδοντωτού τροχού. β. για οποιαδήποτε προεξοχή που έχει περίπου το σχήμα του δοντιού. γ. σκελίδα σκόρδου.
δοντάκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ παίρνω το χρυσό* ~. του / της πονάει το ~ για την / τον τάδε, είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη μαζί της / του. δοντάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ 1: Έχει κάτι δοντάρες! [μσν. δόντι(ο)ν < οδόντι(ο)ν (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ὀδοντ- (ὀδούς) -ιον· δόντ(ι) -άρα]
- δοντιά η [δondjá] Ο24 : (οικ.) σημάδι που μένει από δάγκωμα· δαγκωματιά.
[δόντ(ι) -ιά]