Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δωδέκατος -η -ο [δoδékatos] Ε5 λόγ. θηλ. και δωδεκάτη αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δώδεκα: Ο ~ αιώνας π.X. / μ.X. Είναι ο ~ γιος της οικογένειας. Mένω στο δωδέκατο όροφο. (λόγ. έκφρ.) η δωδεκάτη (ώρα), η έσχατη στιγμή, το τελευταίο χρονικό περιθώριο. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ενδέκατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε τη δωδέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψήφιους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο δωδέκατος: α. ο δωδέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στο δωδέκατο. β. ο μήνας Δεκέμβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-12-1900, πρώτη δωδεκάτου. 2. η δωδεκάτη: α. η δωδέκατη μέρα: Tη δωδεκάτη Mαρτίου. β. (μαθημ.) η δωδέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στη δωδεκάτη. 3. το δωδέκατο: α. το ένα από τα δώδεκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) δωδέκατο του οικοπέδου. β. το δωδέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο δωδέκατο.
[λόγ. < αρχ. δωδέκατος]