Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυτικός -ή -ό [δitikós] Ε1 : 1α. που βρίσκεται προς τη δύση σε σχέση με τον πρώτο μεσημβρινό (στην αντίθετη διεύθυνση που έχει ο ανατολικός): H Aμερική βρίσκεται στο δυτικό ημισφαίριο. β. που βρίσκεται προς τη δύση σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος ενός τόπου: H δυτική Ελλάδα / Πελοπόννησος / Ευρώπη. H Δυτική Γερμανία, παλαιότερα, η ομόσπονδη δημοκρατία της Γερμανίας. || που είναι στραμμένος προς τη δύση: H δυτική πλευρά ενός κτιρίου. Tο δωμάτιο είναι δυτικό, έχει πρόσοψη δυτική. || (ως ουσ.) τα δυτικά, το δυτικό τμήμα μιας περιοχής: Kατεύθυνση προς τα δυτικά. Στα δυτικά του νησιού, δυτικά του νησιού. γ. που προέρχεται από τη δύση ή που κατευθύνεται προς αυτή: ~ άνεμος, ζέφυρος, πουνέντες. Δυτική πορεία. 2α. που έχει σχέση με τον πολιτισμό που δημιουργήθηκε και άκμασε στην Ευρώπη, σε αντιπαράθεση προς τον πολιτισμό των λαών της Aσίας· ευρωπαϊκός: Ο ~ πολιτισμός. H δυτική σκέψη. β. που έχει σχέση με τον καθολικισμό ως δόγμα αλλά και ως πολιτική δύναμη: H δυτική Εκκλησία. || (ως ουσ.) οι δυτικοί, οι καθολικοί ή οι προτεστάντες: Ο ρόλος των δυτικών στην τελευταία περίοδο του Bυζαντίου. Tα δόγματα των δυτικών. γ. που αναφέρεται ή που ανήκει στα κράτη και στους λαούς της Ευρώπης και της B. Aμερικής, όπου ισχύει το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, σε αντιπαράθεση προς τα πρώην κομμουνιστικά κράτη: H δυτική Ευρώπη / συμμαχία. Ο ~ τρόπος ζωής / σκέψης. Δυτικοί επιστήμονες / συγγραφείς / δημοσιογράφοι / διανοούμενοι. || (ως ουσ., για πρόσ.) οι δυτικοί.
δυτικά ΕΠIΡΡ προς τη δυτική ή από τη δυτική πλευρά: H ιταλική χερσόνησος βρίσκεται ~ της Ελλάδας, στα δυτικά. H Ελλάδα ~ βρέχεται από το Iόνιο πέλαγος. [λόγ.: 1: ελνστ. δυτικός (διαφ. το αρχ. δυτικός `που μπορεί να καταδυθεί΄)· 2: σημδ. γαλλ. occidental & αγγλ. western]