Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσπλασία η [δisplasía] Ο25 : (ιατρ.) κακή διάπλαση οργάνου ή μέλους του σώματος.
[λόγ. < διεθ. dysplasia < dys- = δυσ- + αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο΄ -ia = -ία]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < διεθ. dysplasia < dys- = δυσ- + αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο΄ -ia = -ία]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |