Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσανάγνωστος -η -ο [δisanáγnostos] Ε5 : για γράμμα, για αριθμό ή για σύνολο γραμμάτων ή αριθμών που είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαβάζονται δύσκολα. ANT ευανάγνωστος: Yπογραφή δυσανάγνωστη.
δυσανάγνωστα ΕΠIΡΡ: Γράφει πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. δυσανάγνωστος `δυσνόητος΄ (για σύγγραμμα) σημδ. γαλλ. illisible]