Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δρυμός
1 item total
δρυμός ο [δrimós] Ο17 : δάσος με μεγάλα και πυκνά δέντρα. (έκφρ.) εθνικός ~, δασώδης έκταση, η χρήση της οποίας διέπεται από νομοθεσία που προστατεύει τη χλωρίδα και την πανίδα της: H Πάρνηθα έχει ανακηρυχτεί εθνικός ~. || (τοπων.) Mέλας Δρυμός.

[λόγ. < αρχ. δρυμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go