Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δροσερός -ή -ό [δroserós] Ε1 : 1α. που είναι μέτρια κρύος, έτσι ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα: Δροσερό νερό. ~ καιρός. Δροσερή μέρα. β. (για φυτό, κυρίως για λουλούδι που διατηρείται όπως ήταν πριν κοπεί) που δεν έχει αρχίσει να μαραίνεται: Ένα μπουκέτο δροσερά αγριολούλουδα. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) που έχει την ευχάριστη εμφάνιση που δίνει η νεανικότητα και η σφριγηλότητα: Kορίτσια δροσερά σαν τα κρύα τα νερά. Δροσερά νιάτα / πρόσωπα. β. που είναι ευχάριστος, γιατί δείχνει ότι προέρχεται από νεαρό και σφριγηλό άτομο: Δροσερή φωνή. Δροσερό γέλιο.
δροσερούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. δροσερούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. δροσερά ΕΠIΡΡ. [αρχ. δροσερός· δροσερ(ός) -ούλης· δροσερ(ός) -ούτσικος]