Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δούλα η [δúla] Ο25α αρσ. δούλος* : 1. (μειωτ., παρωχ.) υπηρέτρια. 2. για γυναίκα που από τις περιστάσεις υποχρεώνεται να προσφέρει στο περιβάλλον της συνεχείς υπηρεσίες, χωρίς να της μένουν περιθώρια προσωπικής ανεξαρτησίας, για γυναίκα που είναι σκλάβα: Δεν είμαι ~ σου για να σε υπηρετώ. ΠAΡ H καλή νοικοκυρά* είναι ~ και κυρά.
δουλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, δούλα νεαρής ηλικίας. δουλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1, μεγαλόσωμη δούλα, ικανή για βαριές δουλειές. [δούλ(ος)2α -α (πρβ. μσν. δούλη, αρχ. σημ. `σκλάβα΄)· δούλ(α) -άρα]
- δούλος ο [δúlos] Ο18 θηλ. δούλη [δúli] Ο30 & δούλα* [δúla] Ο25 : 1α. αυτός που είχε στερηθεί την προσωπική του ελευθερία και κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και που αποτελούσε ιδιοκτησία κάποιου· (πρβ. σκλάβος): Οι δούλοι στην αρχαία Ελλάδα / στην αρχαία Ρώμη αποτελούσαν μέρος της περιουσίας των ελεύθερων πολιτών. || (επέκτ.) άνθρωπος στον οποίο δεν αναγνωρίζονται, στην πράξη, ορισμένα δικαιώματα: Kαι στην εποχή μας ακόμη άλλοι είναι δούλοι και άλλοι αφέντες. Tους συνεργάτες του τους αντιμετωπίζει σαν δούλους. β. (μτφ., αρσ.) αυτός που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κτ., με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενεργεί ως πνευματικά ή ψυχικά ελεύθερος άνθρωπος: Είναι ~ των παθών του / του ποτού / των ναρκωτικών. 2α. (παρωχ., μειωτ.) υπηρέτης. (έκφρ.) ~ σας (ταπεινός)!, στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο, ως έκφραση μεγάλου σεβασμού και υποταγής. β. (εκκλ.) Ο ~ / η δούλη του Θεού, χαρακτηρισμός του πιστού και ταπεινού χριστιανού. 3. (ως επίθ., λόγ.) υπόδουλος: H δούλη χώρα.
[2α: αρχ. δοῦλος `σκλάβος΄ (η νέα σημ. μσν.)· η φρ. λόγ. σημδ. γαλλ. serviteur· 1: λόγ. < αρχ. δοῦλος (β: μσν. σημ.)· 2β: λόγ. ελνστ. σημ.· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. asservi· λόγ. < αρχ. δούλη `σκλάβα΄]