Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δοχείο
1 item total
δοχείο το [δoxío] Ο39 : σκεύος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή για τη φύλαξη υγρών ή στερεών ουσιών που βρίσκονται μέσα σε υγρό: ~ λαδιού / με ελιές / με τυρί / με βούτυρο. || ~ απορριμμάτων, σκουπιδοτενεκές. || σκεύος κατάλληλο για ούρηση ή αφόδευση.

[λόγ. < ελνστ. δοχεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go