Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοκιμασία η [δokimasía] Ο25 : 1. έλεγχος για να διαπιστωθεί: α. η καταλληλότητα ή η ποιότητα ενός πράγματος: H ~ ενός μετάλλου στη σκληρότητα / στην αντοχή. || (ιατρ.) εργαστηριακή εξέταση για την ανεύρεση στοιχείων που βοηθούν στη διάγνωση: Hπατικές δοκιμασίες. β. κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα ενός ατόμου: Περίοδος δοκιμασίας, δοκιμής. (έκφρ.) θέτω / βάζω σε ~ την αντοχή / την υπομονή κάποιου, κάνω κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το αντέξει, να το υπομείνει. || Γραπτή / προφορική ~, εξέταση μαθητή, γραπτή ή προφορική, για τον έλεγχο των γνώσεών του· (πρβ. τεστ). 2. πολύ μεγάλη ψυχική ή και σωματική ταλαιπωρία: Πέρασε πολλές δοκιμασίες στη ζωή του. Ο πόλεμος / η αρρώστια είναι πάντα μια μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. δοκιμασία]