Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διψώ [δipsó] & -άω Ρ10.4α μππ. διψασμένος : 1α. αισθάνομαι την ανάγκη να πιω νερό ή κάποιο άλλο αναψυκτικό. || (προφ.) θέλω να πιω κάποιο οινοπνευματώδες ποτό. || (προφ.) για κτ. αλμυρό που φέρνει δίψα: Mε δίψασε το παστό ψάρι. β. για ανεπαρκή υδροδότηση σε περίοδο λειψυδρίας: Φέτος το καλοκαίρι θα διψάσουμε / θα διψάσει η πόλη. γ. για να δηλώσουμε την ανάγκη για νερό που έχει το στεγνό από την ξηρασία έδαφος: H διψασμένη γη ρουφάει το νερό της βροχής. 2. (μτφ.) κατέχομαι από ασυγκράτητη επιθυμία, από ακατανίκητο πόθο να πετύχω, να απολαύσω κτ.: Διψούσε για λίγη αγάπη. Παιδιά διψασμένα για μόρφωση. Ορδές βαρβάρων που διψούσαν για αίμα. ΠAΡ Όταν διψάει η αυλή σου (έξω νερό μη χύνεις), ενώ αδιαφορούμε για τις δικές μας ελλείψεις, προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες άλλων.
[αρχ. διψῶ]