Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισταγμός
1 εγγραφή
δισταγμός ο [δistaγmós] Ο17 : η αμφιβολία για την ορθότητα μιας ενέργειας ή ο φόβος της αποτυχίας, που έχει ως συνέπεια τη δυσκολία στη λήψη κάποιας απόφασης: Έχω πολλούς δισταγμούς, αν θα πρέπει να αναλάβω αυτή την υποχρέωση. Aπάντησε αμέσως χωρίς κανένα δισταγμό. Άνθρωπος που δεν έχει ηθικούς δισταγμούς, ενδοιασμούς.

[λόγ. < ελνστ. δισταγμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες