Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικηγόρος ο [δikiγóros] Ο18 θηλ. δικηγόρος [δikiγóros] Ο35 & (οικ.) δικηγορίνα [δikiγorína] Ο26 : νομικός που, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός, αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων αυτών που καταφεύγουν στο δικαστήριο, την παροχή νομικών συμβουλών ή την εκπροσώπηση πολιτών σε νομικής φύσεως υποθέσεις: Ο ~ του κατηγορουμένου. Οι δικηγόροι των διαδίκων. Aσκούμενος ~, πτυχιούχος νομικής που κάνει πρακτική άσκηση σε δικηγορικό γραφείο για να πάρει, ύστερα από εξετάσεις, την άδεια να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Kάνω το δικηγόρο, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου. Bάζω δικηγόρο, του αναθέτω μια υπόθεση. Εσύ κάνεις για ~, για πολύ ικανό και εύγλωττο συνομιλητή. || (θηλ.) δικηγορίνα, γυναίκα δικηγόρος. || για κπ. που παρεμβαίνει για να υποστηρίξει κπ. ή κτ. χωρίς να του το έχουν ζητήσει: Δε σε βάλαμε δικηγόρο / δικηγόρο σε βάλαμε; Δε χρειάζομαι δικηγόρο. Tου αρέσει να κάνει το δικηγόρο. ΦΡ ~ του διαβόλου, αυτός που σε μια συζήτηση παίρνει θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύει, για να κάνει πιο έντονο και πιο ενδιαφέροντα το διάλογο.
δικηγοράκος ο YΠΟKΟΡ νεαρός δικηγόρος και συνήθ. άπειρος και άσημος. δικηγορίσκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) ασήμαντος και ανίκανος δικηγόρος. [λόγ. < μσν. δικήγορος < δίκ(η) + -ήγορος (θ. συγγ. του αγορεύω) κατά τα συνήγορος, κατήγορος, με σφαλερή μετακ. τόνου κατά το αρχ. δημηγόρος `δημόσιος ομιλητής΄ (σύγκρ. δημηγορία)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δικηγόρ(ος) -ίνα· δικηγόρ(ος) -άκος· λόγ. δικηγόρ(ος) -ίσκος]
- δικηγορόσημο το [δikiγorósimo] Ο41 : ειδικό ένσημο που επικολλούν οι δικηγόροι στα δικαστικά έγγραφα.
[λόγ. δικηγόρ(ος) -ο- + -σημον κατά το χαρτόσημον]