Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διεθνισμός 1 ο [δieθnizmós] Ο17 : δόγμα της μαρξιστικής ιδεολογίας το οποίο έχει ως στόχο τη διεθνή αλληλεγγύη που θα επιτευχθεί με την ένωση των λαών και την κατάργηση των συνόρων. || κίνηση για την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και συνεννόησης και για την εξάλειψη των εθνικιστικών προκαταλήψεων.
[λόγ. διεθν(ής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. internationalisme]
- διεθνισμός 2 ο : (γλωσσ.) λέξη που χρησιμοποιείται από πολλές γλώσσες με παρόμοια σημασία. || (ειδικότ.) όρος του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου που συνήθ. στηρίζεται σε αρχαία ελληνικά ή λατινικά λεξικά στοιχεία.
[λόγ. διεθν(ής) -ισμός μτφρδ. γερμ. Internationalismus]