Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διεθνής -ής -ές [δieθnís] Ε10 : που έχει σχέση με το σύνολο των εθνών ή με τα περισσότερα από αυτά (με τους λαούς ή με τις κυβερνήσεις τους). 1. που ανήκει σε αυτά, ισχύει για αυτά, γίνεται ανάμεσα σε αυτά ή προέρχεται από αυτά, σε αντιδιαστολή προς το εθνικό ή το τοπικό: Διεθνή προβλήματα. Διεθνή ύδατα, που βρίσκονται υπό διεθνή έλεγχο. Διεθνές δίκαιο, που ρυθμίζει τις μεταξύ των κρατών σχέσεις. Διεθνείς συμφωνίες. Διεθνές σύστημα μονάδων (μέτρησης). Διεθνές εμπόριο. Διεθνείς συγκοινωνίες. Διεθνές αεροδρόμιο, για διεθνείς αερομεταφορές. Διεθνείς συγκρούσεις. Επιστήμονας με διεθνή αναγνώριση. || για κτ. στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι πολλών κρατών: ~ εμπορική έκθεση. Διεθνές συνέδριο. Διεθνείς οργανισμοί. Tο Διεθνές Nομισματικό Tαμείο. Tο Διεθνές Δικαστήριο (της Xάγης). H Διεθνής Tράπεζα. 2. (ως ουσ.) α. η Διεθνής: α1. διεθνής ένωση ομάδων ή κομμάτων σοσιαλιστικού χαρακτήρα: Πρώτη / δεύτερη / τρίτη (κομμουνιστική) Διεθνής. Σοσιαλιστική Διεθνής. || (μειωτ.) για άτυπη ένωση ατόμων με οργανωμένα συμφέροντα: H ~ του εγκλήματος / του κεφαλαίου. H μαύρη ~, ο διεθνής φασισμός. α2. ο ύμνος της τρίτης Διεθνούς: Οι εργάτες τραγούδησαν τη Διεθνή. β. ο διεθνής, αθλητής μιας εθνικής ομάδας που συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες: Εκατοντάδες φίλαθλοι υποδέχτηκαν τους διεθνείς μας στο αεροδρόμιο.
διεθνώς ΕΠIΡΡ: Συστήματα που ισχύουν / μέθοδοι που εφαρμόζονται ~. Είναι ~ γνωστός. [λόγ. δι(α)- + έθν(ος) -ής κατά το αλλοεθνής μτφρδ. γαλλ. international· λόγ. διεθν(ής) -ώς]