Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεγείρω
1 εγγραφή
διεγείρω [δiejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) μππ. διεγερμένος : προκαλώ μια αντίδραση. 1. για ερέθισμα που ενεργοποιεί μια φυσική ή νοητική λειτουργία η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή σε αδράνεια: Ο εγκέφαλος διεγείρεται μέσο των αισθητήριων οργάνων. Οσμές που διεγείρουν την όρεξη. H καφεΐνη διεγείρει το νευρικό σύστημα. Παραστάσεις που διεγείρουν το ενδιαφέρον / τη φαντασία. 2. (υπ. έμψ.) με τη συμπεριφορά μου ή με τα μέσα που χρησιμοποιώ προκαλώ ή κάνω πιο έντονο ένα συναίσθημα ή μια ψυχική κατάσταση: Είχε την ικανότητα να διεγείρει τα πλήθη, να προκαλεί τον ενθουσιασμό τους. Mε εμπρηστικά συνθήματα διεγείρει τον όχλο, τον εξωθεί σε βιαιότητες. 3. (ειδικότ.) προκαλώ ή αυξάνω τη σεξουαλική επιθυμία κάποιου: H παρουσία της διεγείρει τους άντρες. Διεγείρεται εύκολα. Ορισμένες φυτικές ουσίες λέγεται ότι διεγείρουν.

[λόγ.: 1: ελνστ. διεγείρω· 2, 3: σημδ. γαλλ. exciter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες