Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαχείριση
1 item total
διαχείριση η [δiaxírisi] Ο33 : 1α. η ενέργεια του διαχειρίζομαι, η εκτέλεση ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζονται τα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα μιας οικονομικής μονάδας: Επίτροπος ανέλαβε τη ~ της περιουσίας των ανήλικων κληρονόμων. Έχει τη ~ των χρημάτων του συλλόγου / του σωματείου. Aνέλαβε προσωπικά τη ~ των κτημάτων του. H εταιρεία κήρυξε πτώχευση και τη ~ την πήραν οι δανειστές της. || τρόπος διάθεσης ενός αγαθού: H ~ των υδάτινων πόρων. β. σειρά από ενέργειες ή χειρισμούς που αποσκοπούν στη διευθέτηση ενός ζητήματος: Έχω αναλάβει τη ~ των υποθέσεών του. H ~ της δικαιοσύνης έχει ανατεθεί στη δικαστική εξουσία. H ~ των κοινών, η διακυβέρνηση. γ. (οικον.) ο επίσημος απολογισμός των ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια μιας οικονομικής επιχείρησης κατά τη διάρκεια ενός έτους. 2. ειδική υπηρεσία, σε οικονομικές επιχειρήσεις και στο στρατό, η οποία ασχολείται με τον εφοδιασμό και με τη διάθεση υλικών που είναι αναγκαία για τη λειτουργία τους: Γενική / μερική ~ υλικού.

[λόγ. < αρχ. διαχείρι(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go