Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμηνύω
1 εγγραφή
διαμηνύω [δiaminío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διεμήνυσα, απαρέμφ. διαμηνύσει : (λόγ.) παραγγέλλω σε κπ. κτ. μέσο κάποιου άλλου.

[λόγ. < μσν. διαμηνύω, ελνστ. σημ.: `υποδεικνύω καθαρά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες