Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμείβομαι
1 εγγραφή
διαμείβομαι [δiamívome] Ρ4β αόρ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και διημείφθη, διημείφθησαν : (λόγ.) για κτ. που λέγεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης από τον ένα στον άλλο.

[λόγ. < ελνστ. διαμείβομαι `ανταποδίδω΄ < αρχ. διαμείβω `ανταλλάσσω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες