Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαμείβομαι [δiamívome] Ρ4β αόρ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και διημείφθη, διημείφθησαν : (λόγ.) για κτ. που λέγεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης από τον ένα στον άλλο.
[λόγ. < ελνστ. διαμείβομαι `ανταποδίδω΄ < αρχ. διαμείβω `ανταλλάσσω΄]