Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλελυμένος
1 εγγραφή
διαλελυμένος -η -ο [δialeliménos] Ε3 : (λόγ.) διαλυμένος.

[λόγ. < ελνστ. διαλελυμένος μππ. του αρχ. ρ. διαλύω σημδ. γαλλ. dissous]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες