Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόνισσα
2 εγγραφές [1 - 2]
διακόνισσα η [δiakónisa] Ο27 : 1α. γυναίκα που υπηρετούσε στην εκκλησία, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. β. γυναίκα που εργάζεται στο ιεραποστολικό έργο της εκκλησίας: Σχολή Διακονισσών της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2. σύζυγος διακόνου.

[λόγ. < ελνστ. διακόνισσα]

διάκονος ο [δiákonos] Ο19 θηλ. διακόνισσα* : (εκκλ.) κληρικός που έχει τον κατώτερο από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης· διάκος· (πρβ. ιεροδιάκονος): Xειροτονήθηκε ~. Άμφια διακόνου.

[λόγ. < ελνστ. διάκονος, αρχ. σημ.: `υπηρέτης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες