Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διήμερος -η -ο [δiímeros] Ε5 : που διαρκεί δύο μέρες: Διήμερη εκδρομή / αργία / απουσία. Tο συνέδριο θα είναι διήμερο. || (ως ουσ.) το διήμερο, χρονικό διάστημα δύο ημερών: Θα λείψω ένα διήμερο. Tο κατάστημά μας οργανώνει διήμερο προσφορών.
[λόγ. < μσν. διήμερος `που συμβαίνει τη δεύτερη μέρα΄ < δι- 1 + ημέρ(α) -ος]