Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοσκόπηση
1 εγγραφή
δημοσκόπηση η [δimoskópisi] Ο33 : ερευνητική μέθοδος για την αποτύπωση και τη διερεύνηση των διαθέσεων, των γνωμών ή των συμπεριφορών του πληθυσμού ή ομάδων πληθυσμού μέσο επιλεγμένων (γραπτών ή προφορικών) ερωτημάτων· γκάλοπ· (πρβ. σφυγμομέτρηση): Εταιρεία δημοσκοπήσεων. Δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης.

[λόγ. δημο- 1 + -σκόπη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες