Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δείγμα
6 εγγραφές [1 - 6]
δείγμα το [δíγma] Ο48 : 1α. μικρή ποσότητα, μέρος ή κομμάτι ενός συνόλου, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη για το σύνολο: Δόθηκε ~ σταριού για εξέταση. Mοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν. Tο ~ δεν είναι σύμφωνο με το ύφασμα. ~ χωρίς αξία*. || Aπό νωρίς μας έδωσε δείγματα του ταλέντου του. Δείγματα της δουλειάς του μπορείτε να δείτε στο μουσείο του Λούβρου. (έκφρ.) ~ γραφής*. β. Xαρακτηριστι κό / αντιπροσωπευτικό ~, για κπ. ή για κτ. που συγκεντρώνει τα διακριτικά στοιχεία του είδους: Ένα αντιπροσωπευτικό ~ του εκλογικού σώματος / του πληθυσμού. 2. λόγια ή πράξεις με τα οποία εκδηλώνεται, εξωτερικεύεται κάποιο συναίσθημα: ~ φιλίας / αγάπης / ευγνωμοσύνης. Σαν ~ καλής θέλησης.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. δεῖγμα· 1β: σημδ. γαλλ. échantillon]

δειγματίζω [δiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : παρουσιάζω δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.

[λόγ. < ελνστ. δειγματίζω]

δειγματισμός ο [δiγmatizmós] Ο17 : διαδικασία κατά την οποία παρουσιάζεται δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.

[λόγ. < ελνστ. δειγματισμός `επαλήθευση΄ κατά τη σημ. του δειγματίζω]

δειγματοληπτικός -ή -ό [δiγmatoliptikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη δειγματοληψία: ~ έλεγχος. Δειγματοληπτική έρευνα. δειγματοληπτικά & (λόγ.) δειγματοληπτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + αρχ. ληπτικός `πρόθυμος να δεχτεί΄ απόδ. γαλλ. échantilloneur· λόγ. δειγματοληπτικ(ός) -ώς]

δειγματοληψία η [δiγmatolipsía] Ο25 : λήψη δείγματος για δοκιμή ή έλεγχο: Tυχαία ~.

[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -ληψία μτφρδ. γαλλ. prise d΄échantillons]

δειγματολόγιο το [δiγmatolójio] Ο42 : συλλογή από δείγματα ενός προϊόντος: ~ χρωμάτων / υφασμάτων. || (επέκτ., ειρ.) παράταιρη παράθεση αντικειμένων, χρωμάτων κτλ.

[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. échan tillonage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες