Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαγκώνω [δaŋgóno] -ομαι & δαγκάνω [δaŋgáno] -ομαι Ρ1 : 1α. πιάνω κτ. δυνατά με τα δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι: ~ το κουλούρι. Ποιος δάγκασε το ψωμί; Tο μήλο ήταν δαγκωμένο. ΦΡ ~ τη λαμαρίνα*. || προκαλώ τραυματισμό με τα δόντια: Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει! Tον δάγκασε οχιά και πέθανε. Δάγκωσα τη γλώσσα μου, κατά λάθος. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει* δε δαγκώνει. Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα* το. β. τοποθετώ κτ. ανάμεσα στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω: ~ το μολύβι / την πίπα. || δαγκώθηκα, και σπανιότερα δαγκώνομαι: α. Δαγκώθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες, συγκρατήθηκα. β. για κτ. δυσάρεστο και συνήθ. αναπάντεχο, το οποίο άκουσα, είδα κτλ.: Δαγκώθηκα όταν άκουσα την είδηση. || (έκφρ.) ~ τα χείλια μου, από αμηχανία, για να μη γελάσω ή για να μη φωνάξω δυνατά. ΦΡ δάγκασε / φάε τη γλώσσα* σου! 2. (μτφ., λογοτ.): Ο φόβος μού δάγκωσε την ψυχή.
[ελνστ. δαγκ(άνω) μεταπλ. -ώνω κατά τα ρ. -ώνω· ελνστ. δαγκάνω (αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον και ηχηροπ. του μεσοφ. [k] )]