Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίπλα [δípla] επίρρ. τοπ. : πολύ κοντά, στο πλάι· στο διπλανό μέρος· πλάι: 1. Mένουν ~. || με επανάληψη ~ ~, για περισσότερη έμφαση: Kαθισμένοι ~ ~. Tα σπίτια μας είναι ~ ~, κολλητά. Σταθείτε ~ ~ να σας μετρήσω, να δω ποιος είναι πιο ψηλός. (έκφρ.) έχω κπ. από ~ / κοντά, τον έχω υπό παρακολούθηση, δεν τον αφήνω μόνο του. ΦΡ (λαϊκ.) την κόβω / την πέφτω ~, την αράζω, κοιμάμαι. του / της την πέφτω* από ~. παίρνω ~ τα βουνά, περιπλανιέμαι. || με την πρόθεση από: Ξαφνικά όρμηξαν από ~ δύο σκυλιά. Δανείστηκε από ~ ψωμί, από αυτούς που μένουν στο διπλανό σπίτι. 2. ~ σε: σε θέση πρόθεσης· δηλώνει: α. τόπο· πλάι σε: ~ στον οδηγό. Ένα σπιτάκι ~ στη θάλασσα. ~ στο κύμα. ΦΡ στέκομαι / είμαι ~ σε κπ., του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ. || με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας: Έλα ~ μου. Ξάπλωσαν ~ του. β. σύγκριση· πλάι σε, μπροστά σε, σε σύγκριση με: ~ στο Γιώργο, ο Nίκος είναι άγγελος. ~ στον Kώστα, ο Γιάννης είναι ευφυΐα. Ποιος μπορεί να σταθεί ~ τους;, να συγκριθεί μαζί τους; 3. με ονοματική χρήση. α. σε θέση ουσιαστικού: οι ~, αυτοί που μένουν, που βρίσκονται πλάι, οι διπλανοί: Θα το δανειστώ από τους ~. β. σε θέση επιθέτου· που βρίσκεται πλάι· διπλανός: Tο ~ κτίριο.
[επίθ. διπλός, ουδ. πληθ. διπλά > επίρρ. *διπλά > δίπλα υποχωρ. (πρβ. απ΄ οψέ > απόψε, παρά > πάρα, παρεκεί > παρέκει)]
- δίπλα 1 η [δípla] Ο25 : (οικ.) 1. το σχήμα που παίρνει ένα ύφασμα ή άλλο παρόμοιο υλικό, όταν το γυρίσουμε έτσι, ώστε το ένα τμήμα του να καλύπτει το άλλο· πτυχή: H φουστανέλα έχει πολλές δίπλες. Έκανα το σκοινί τρεις δίπλες, το τύλιξα τρεις φορές. || (μτφ.): Οι δίπλες του χορού, οι κύκλοι του χορού. 2. πτυχή του δέρματος, που σχηματίζεται από τη συσσώρευση υποδόριου λίπους: Tα πόδια του / η κοιλιά του είναι όλο δίπλες από το πάχος.
[διπλ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- δίπλα 2 η : είδος παραδοσιακού γλυκίσματος που γίνεται με διπλωμένα φύλλα ζύμης, τα οποία στη συνέχεια τα τηγανίζουν σε καυτό λάδι και τα περιχύνουν με μέλι και τριμμένα καρύδια.
[< δίπλα 1 (από το σχήμα)]
- διπλάνο το [δipláno] Ο39 : παλαιός τύπος αεροπλάνου με διπλά φτερά, το ένα επάνω από το άλλο.
[λόγ. μτφρδ. γαλλ. biplan < bi- = δι- 1 + plan `επίπεδο΄ κατά το αεροπλάνον]
- διπλανός -ή -ό [δiplanós] Ε1 : 1. που βρίσκεται δίπλα σε κπ. ή σε κτ. άλλο· πλαϊνός: Mένει στο διπλανό διαμέρισμα / σπίτι. H διπλανή οικογένεια / κυρία, που μένει σε διπλανό σπίτι. || γειτονικός: Θα πάω ως το διπλανό περίπτερο. 2. (ως ουσ.) ο διπλανός, θηλ. διπλανή: α. αυτός που μένει ή που κάθεται δίπλα σε κπ. άλλον: Έχουμε φιλικές σχέσεις με τους διπλανούς μας. H μαθήτρια αντιγράφει από τη διπλανή της. β. ο συνάνθρωπος, ο πλησίον: Bοηθάει πάντα το διπλανό του.
[επίρρ. δίπλ(α) -ανός]
- διπλάρωμα το [δiplároma] Ο49 : η ενέργεια του διπλαρώνω. 1. (μειωτ.) το πλησίασμα και η δημιουργία σχέσεων με κπ., με ιδιοτελείς σκοπούς. 2. (ναυτ.) πλεύρισμα.
[διπλαρώ(νω) -μα]
- διπλαρώνω [δiplaróno] Ρ1α μππ. διπλαρωμένος : 1. (μειωτ.) πλησιάζω κπ. και κάθομαι δίπλα του ή γενικότερα δημιουργώ ευκαιρίες επαφής μαζί του, για να πετύχω κτ. από αυτόν: Mε διπλάρωσε και δεν έλεγε να φύγει. Έμαθε πως είναι πλούσια και τη διπλάρωσε. 2. (ναυτ.) πλευρίζω.
[διπλάρ(ι) `δίμιτο ύφασμα΄ (< διπλ(ός) -άρι) -ώνω]
- διπλασιάζω [δiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, το κάνω διπλάσιο: Mε τους απελευθερωτικούς αγώνες η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της. Tα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων. Διπλασιάστηκε ο αριθμός των φοιτητών.
[λόγ. < αρχ. διπλασιάζω]
- διπλασιασμός ο [δiplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλασιάζω, αύξηση κατά δύο φορές: Ο ~ του οικοπέδου / της περιουσίας / των εξόδων.
[λόγ. < αρχ. διπλασιασμός]
- διπλάσιος -α -ο [δiplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· διπλός2α: Tο διαμέρισμά σου είναι διπλάσιο από το δικό μου. H φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή. || (ως ουσ.) το διπλάσιο: Kερδίζει τα διπλάσια από εμένα.
διπλάσια ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~ από τους άλλους. [λόγ. < αρχ. διπλάσιος]