Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δέσποινα η [δéspina] Ο27 : 1. (παρωχ.) τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση για σεβάσμια κυρία. 2. Δέσποινα, τίτλος της Παναγίας: Παναγιά μου Δέσποινα, βοήθησέ με. H Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
[1: λόγ. < αρχ. δέσποινα· 2: μσν. Δέσποινα (< αρχ. δέσποινα)]
- δεσποινάριο το [δespinário] Ο41 : (παρωχ.) περιπαιχτικά, μικρή δεσποινίδα.
[λόγ. δέσποιν(α) -άριον]