Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάσος το [δásos] Ο46 : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το ~. Kάηκε το μισό ~. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* ~. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το ~, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: ~ από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα ~ από σκοίνα. ~ οι φτέρες. 2. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο: ~ από κατάρτια / από κεραίες / από καμινάδες.
δασάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) δασύλλιο το YΠΟKΟΡ. [αρχ. δάσος· λόγ. δάσ(ος) -ύλλιον]
- δασοσκεπής -ής -ές [δasoskepís] Ε10 : (λόγ.) που καλύπτεται από δάση· δασόφυτος.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -σκεπής]