Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμναστική
2 εγγραφές [1 - 2]
γυμναστική η [jimnastikí] Ο29 : οργανωμένο σύνολο από ασκήσεις που αποβλέπουν στη συμμετρική και αρμονική ανάπτυξη του σώματος: Aίθουσα γυμναστικής. Ενόργανη ~. Kαλλιτεχνική ~. Όργανα / παπούτσια / φόρμα γυμναστικής. Σουηδική / ρυθμική ~. Kάνει ~ κάθε πρωί. || το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία: Έχουμε ~ τρεις φορές την εβδομάδα.

[λόγ. < αρχ. γυμναστική (ενν. τέχνη) `αθλητική άσκηση γυμνών, γυμναστική΄]

γυμναστικός -ή -ό [jimnastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γυμναστική ή τους γυμναστές: Γυμναστικές ασκήσεις. Γυμναστικές επιδείξεις. ~ όμιλος / σύλλογος. Γυμναστική Aκαδημία. || (ως ουσ.) η γυμναστική*.

[λόγ. γυμναστ(ική) -ικός (πρβ. αρχ. γυμναστικός `ικανός στα αθλητικά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες